-
1 λήκυθος
A oil-flask, , cf. 215, Hp. Morb.4.51, Ph.Bel.102.41, etc.; casket for unguents, cosmetics, etc., S.Fr. 130;αἱ δὲ λήκυθοι μύρου γέμουσι Ar.Pl. 810
, cf. Fr. 207; buried or burnt with the dead, Id.Ec. 538, 996, 1032, cf. IG14.865, CIG 8346k.2 in pl., rhetorical bombast, Cic.Att.1.14.3, Plin.Ep.1.2.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λήκυθος
См. также в других словарях:
χυτλώ — όω, Α [χύτλον] 1. αλείφω με νερό και λάδι μετά το λουτρό («δῶκεν δὲ χρυσέῃ ἐν ληκύθῳ ὑγρὸν ἔλαιον, ἧος χυτλώσαιτο σὺν ἀμφιπόλοισι γυναιξίν», Ομ. Οδ.) 2. πλένω, λούζω 3. (με αιτ.) ξεπλένω, καθαρίζω («ῥόον... ᾧ κε τόκοιο λύματα χυτλώσαιτο», Καλλ.) … Dictionary of Greek